- καλλίτριχον
- καλλῐ-τρῐχον, τό,A = ἀδίαντον, Ps.-Dsc.4.134, Ael.NA1.35, Archig.(?)ap.Gal.14.321.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καλλίτριχον — neut nom/voc/acc sg καλλίτριχος producing luxuriant hair masc/fem acc sg καλλίτριχος producing luxuriant hair neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλιτρίχου — καλλίτριχον neut gen sg καλλίτριχος producing luxuriant hair masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλιτρίχῳ — καλλίτριχον neut dat sg καλλίτριχος producing luxuriant hair masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλίτριχος — η, ο (Α καλλίτριχος, ον) αυτός που έχει ωραία μαλλιά, ωραίο τρίχωμα αρχ. 1. αυτός που συντελεί στην αύξηση τών τριχών 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ καλλίτριχον το φυτό αδίαντον. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + τριχος (< θρίξ, τριχ ός), πρβλ. μαλακό τριχος,… … Dictionary of Greek
πτέριο — το / πτέριον, ΝΑ [πτερόν / πτέρις] νεοελλ. ανθρωπολ. περιοχή τού κρανιακού θόλου, όπου συναντώνται τα οστά μετωπιαίο, βρεγματικό, κροταφικό και η μεγάλη πτέρυγα τού σφηνοειδούς αρχ. 1. μικρό φτερό 2. το φυτό φτέρη 3. το φυτό καλλίτριχον* … Dictionary of Greek
καλλιτρίχων — καλλίθριξ with beautiful manes masc/fem gen pl καλλίτριχον neut gen pl καλλίτριχος producing luxuriant hair masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλίτριχα — καλλίθριξ with beautiful manes masc/fem acc sg καλλίτριχον neut nom/voc/acc pl καλλίτριχος producing luxuriant hair neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)